Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοεργίᾱ
κακοεργός
κακοζηλωσίᾱ
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
κακοθημοσύνη
κακόθρους
κακοθῡμίᾱ
Κακοῑ́λιος
κακοκερδείη
κακόκνημος
κακοκρισίᾱ
κακολογέω
κακολογίᾱ
κακολόγος
κακόμαντις
κακομέλετος
κακομηδής
View word page
κακοθῡμίᾱ
κακοθῡμίᾱᾱςfθῡμός ill will, malevolencePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοθῡμίᾱ
Headword (normalized):
κακοθῡμίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακοθυμια
IDX:
20757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20758
Key:
κακοθῡμίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακοθῡμίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοθῡμίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>θῡμός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>ill will, malevolence</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοθῡμίᾱ'}