Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόδοξος
κακοείμων
κακοεργίᾱ
κακοεργός
κακοζηλωσίᾱ
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
κακοθημοσύνη
κακόθρους
κακοθῡμίᾱ
Κακοῑ́λιος
κακοκερδείη
κακόκνημος
κακοκρισίᾱ
κακολογέω
κακολογίᾱ
κακολόγος
κακόμαντις
View word page
κακοθημοσύνη
κακοθημοσύνηηςfτίθημι bad management, disorderlinessHes.

ShortDef

disorderliness

Debugging

Headword:
κακοθημοσύνη
Headword (normalized):
κακοθημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κακοθημοσυνη
IDX:
20755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20756
Key:
κακοθημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>κακοθημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοθημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τίθημι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bad management, disorderliness</Tr><Au>Hes.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοθημοσύνη'}