Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακοδικίᾱ
κακοδοξέω
κακοδοξίᾱ
κακόδοξος
κακοείμων
κακοεργίᾱ
κακοεργός
κακοζηλωσίᾱ
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
κακοηθιστέον
κακοθημοσύνη
κακόθρους
κακοθῡμίᾱ
Κακοῑ́λιος
κακοκερδείη
κακόκνημος
κακοκρισίᾱ
κακολογέω
View word page
κακοηθεύομαι
κακοηθεύομαιmid.vbκακοήθης play a nasty trickon someoneMen.

ShortDef

act maliciously, play a scurvy trick

Debugging

Headword:
κακοηθεύομαι
Headword (normalized):
κακοηθεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κακοηθευομαι
IDX:
20752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20753
Key:
κακοηθεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κακοηθεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κακοηθεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>κακοήθης</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>play a nasty trick<Expl>on someone</Expl></Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κακοηθεύομαι'}