Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
κακοδαίμων
κακοδικίᾱ
κακοδοξέω
κακοδοξίᾱ
κακόδοξος
κακοείμων
κακοεργίᾱ
κακοεργός
κακοζηλωσίᾱ
κακοήθεια
κακοήθευμα
κακοηθεύομαι
κακοήθης
View word page
κακοδοξέω
κακοδοξέωcontr.vbκακόδοξος have a bad reputationX.

ShortDef

to be in bad repute

Debugging

Headword:
κακοδοξέω
Headword (normalized):
κακοδοξέω
Headword (normalized/stripped):
κακοδοξεω
IDX:
20743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20744
Key:
κακοδοξέω

Data

{'headword_display': '<b>κακοδοξέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κακοδοξέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κακόδοξος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>have a bad reputation</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κακοδοξέω'}