Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
κακοδαίμων
κακοδικίᾱ
κακοδοξέω
κακοδοξίᾱ
κακόδοξος
κακοείμων
κακοεργίᾱ
κακοεργός
κακοζηλωσίᾱ
View word page
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονέωcontr.vb be ill-fated, be down on one's luckX. Men. act irrationallyPlu.perh.κακοδαιμονάω

ShortDef

to be unfortunate

Debugging

Headword:
κακοδαιμονέω
Headword (normalized):
κακοδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
κακοδαιμονεω
IDX:
20739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20740
Key:
κακοδαιμονέω

Data

{'headword_display': '<b>κακοδαιμονέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κακοδαιμονέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be ill-fated, be down on one's luck</Tr><Au>X. Men.</Au> </vS1> <vS1><Tr>act irrationally</Tr><Au>Plu.</Au><Extra>perh.<Ref>κακοδαιμονάω</Ref></Extra> </vS1> </VE>", 'key': 'κακοδαιμονέω'}