Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
κακοδαίμων
κακοδικίᾱ
κακοδοξέω
κακοδοξίᾱ
κακόδοξος
κακοείμων
κακοεργίᾱ
View word page
κακό-γλωσσος
κακό-γλωσσοςονadjγλῶσσα of a womanwith an evil tongueCall. of a cryof evil importill-omenedE.

ShortDef

ill-tongued

Debugging

Headword:
κακόγλωσσος
Headword (normalized):
κακόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
κακογλωσσος
IDX:
20737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20738
Key:
κακόγλωσσος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-γλωσσος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-γλωσσος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γλῶσσα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>with an evil tongue</Tr><Au>Call.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a cry</Indic><Def>of evil import</Def><Tr>ill-omened</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόγλωσσος'}