Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
κακοδαίμων
κακοδικίᾱ
κακοδοξέω
κακοδοξίᾱ
κακόδοξος
View word page
κακο-γάμιον
κακο-γάμιονουnγάμος leg.improper marriageas a crime at SpartaPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακογάμιον
Headword (normalized):
κακογάμιον
Headword (normalized/stripped):
κακογαμιον
IDX:
20735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20736
Key:
κακογάμιον

Data

{'headword_display': '<b>κακο-γάμιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακο-γάμιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>γάμος</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>leg.</Indic><Tr>improper marriage<Expl>as a crime at Sparta</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακογάμιον'}