Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
κακοδαίμων
κακοδικίᾱ
κακοδοξέω
κακοδοξίᾱ
View word page
κακό-γαμβρος
κακό-γαμβροςονadjγαμβρός of griefover an evil brother-in-lawE.

ShortDef

for her wretched brother-in-law

Debugging

Headword:
κακόγαμβρος
Headword (normalized):
κακόγαμβρος
Headword (normalized/stripped):
κακογαμβρος
IDX:
20734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20735
Key:
κακόγαμβρος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-γαμβρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-γαμβρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γαμβρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of grief</Indic><Tr>over an evil brother-in-law</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόγαμβρος'}