Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
κακοδαίμων
κακοδικίᾱ
κακοδοξέω
View word page
κακό-βουλος
κακό-βουλοςονadjβουλή of personsill-advisedE. Ar.of thinkingS.fr.

ShortDef

ill-advised

Debugging

Headword:
κακόβουλος
Headword (normalized):
κακόβουλος
Headword (normalized/stripped):
κακοβουλος
IDX:
20733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20734
Key:
κακόβουλος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-βουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-βουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βουλή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>ill-advised</Tr><Au>E. Ar.</Au><aS2><Indic>of thinking</Indic><Au>S.<Wk>fr.</Wk></Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κακόβουλος'}