Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
κακοδαίμων
κακοδικίᾱ
View word page
κακοβουλίᾱ
κακοβουλίᾱᾱςf wicked scheming, evil plottingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακοβουλίᾱ
Headword (normalized):
κακοβουλίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακοβουλια
IDX:
20732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20733
Key:
κακοβουλίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακοβουλίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακοβουλίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>wicked scheming, evil plotting</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακοβουλίᾱ'}