Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμονίᾱ
View word page
κακό-βιος
κακό-βιοςονadjκακόςβίος of a peoplewith a poor quality of lifeHdt. X. Plu.

ShortDef

living ill

Debugging

Headword:
κακόβιος
Headword (normalized):
κακόβιος
Headword (normalized/stripped):
κακοβιος
IDX:
20730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20731
Key:
κακόβιος

Data

{'headword_display': '<b>κακό-βιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακό-βιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κακός</Ref><Ref>βίος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>with a poor quality of life</Tr><Au>Hdt. X. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακόβιος'}