Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
View word page
κακκτείνω
κακκτείνωep.vbseeκατακτείνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακκτείνω
Headword (normalized):
κακκτείνω
Headword (normalized/stripped):
κακκτεινω
IDX:
20729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20730
Key:
κακκτείνω

Data

{'headword_display': '<b>κακκτείνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κακκτείνω</HL><PS>ep.vb</PS></HG><XR>see<Ref>κατακτείνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κακκτείνω'}