Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
κακοδαιμονάω
View word page
κακκῆαι
κακκῆαι
ep.aor.inf.
see
κατακαίω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακκῆαι
Headword (normalized):
κακκῆαι
Headword (normalized/stripped):
κακκηαι
IDX:
20728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20729
Key:
κακκῆαι
Data
{'headword_display': '<b>κακκῆαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>κακκῆαι<LblR>ep.aor.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατακαίω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κακκῆαι'}