Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
κακογάμιον
κακογείτων
κακόγλωσσος
View word page
κάκκη
κάκκηηςf shitAr.

ShortDef

ordure, dung

Debugging

Headword:
κάκκη
Headword (normalized):
κάκκη
Headword (normalized/stripped):
κακκη
IDX:
20727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20728
Key:
κάκκη

Data

{'headword_display': '<b>κάκκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κάκκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>shit</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κάκκη'}