Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
κακόβουλος
κακόγαμβρος
View word page
κακκαβίς
κακκαβίςίδοςf partridgeAlcm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακκαβίς
Headword (normalized):
κακκαβίς
Headword (normalized/stripped):
κακκαβις
IDX:
20724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20725
Key:
κακκαβίς

Data

{'headword_display': '<b>κακκαβίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακκαβίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>partridge</Tr><Au>Alcm.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακκαβίς'}