Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
κακκτείνω
κακόβιος
κακοβουλέομαι
κακοβουλίᾱ
View word page
κάκιστος
κάκιστος
superl.adj.
κακίων
compar.adj.
see
κακός
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κάκιστος
Headword (normalized):
κάκιστος
Headword (normalized/stripped):
κακιστος
IDX:
20722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20723
Key:
κάκιστος
Data
{'headword_display': '<b>κάκιστος</b>', 'content': '<XE><RefFm>κάκιστος<LblR>superl.adj.</LblR></RefFm><RefFm>κακίων<LblR>compar.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κακός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κάκιστος'}