Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
ἀδιοίκητος
ᾱ̔́διον
View word page
ἀ-διήγητος
ἀ-διήγητοςονadjδιηγέομαι of thingsindescribableX. D. Men. Plu.

ShortDef

indescribable

Debugging

Headword:
ἀδιήγητος
Headword (normalized):
ἀδιήγητος
Headword (normalized/stripped):
αδιηγητος
IDX:
2071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2072
Key:
ἀδιήγητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διήγητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διήγητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διηγέομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>indescribable</Tr><Au>X. D. Men. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιήγητος'}