Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάκ
κακαγγελέω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκείω
κάκκη
κακκῆαι
View word page
κακηγορίᾱ
κακηγορίᾱ
dial.κακᾱγορίᾱ
ᾱςf
abuse, slanderPi. Att.orats. Pl. Arist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακηγορίᾱ
Headword (normalized):
κακηγορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακηγορια
IDX:
20718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20719
Key:
κακηγορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακηγορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακηγορίᾱ</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>κακᾱγορίᾱ</FmHL></DL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>abuse, slander</Tr><Au>Pi. Att.orats. Pl. Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακηγορίᾱ'}