Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καίρωμα
καίτοι
καίω
κάκ
κακαγγελέω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
κάκκαβος
View word page
κακ-εντρεχής
κακ-εντρεχήςέςadjadept in evilmalicious, viciousPlb.

ShortDef

active in mischief

Debugging

Headword:
κακεντρεχής
Headword (normalized):
κακεντρεχής
Headword (normalized/stripped):
κακεντρεχης
IDX:
20715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20716
Key:
κακεντρεχής

Data

{'headword_display': '<b>κακ-εντρεχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακ-εντρεχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Def>adept in evil</Def><Tr>malicious, vicious</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακεντρεχής'}