Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καιροφυλακέω
καίρωμα
καίτοι
καίω
κάκ
κακαγγελέω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
κακκαβίς
View word page
κακεντρέχεια
κακεντρέχειαᾱςfκακεντρεχής malice, viciousnessPlb.

ShortDef

activity in mischief

Debugging

Headword:
κακεντρέχεια
Headword (normalized):
κακεντρέχεια
Headword (normalized/stripped):
κακεντρεχεια
IDX:
20714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20715
Key:
κακεντρέχεια

Data

{'headword_display': '<b>κακεντρέχεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακεντρέχεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κακεντρεχής</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>malice, viciousness</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακεντρέχεια'}