Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καιρουσσέων
καιροφυλακέω
καίρωμα
καίτοι
καίω
κάκ
κακαγγελέω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
κάκιστος
κακκᾶ
View word page
κακανδρίᾱ
κακανδρίᾱᾱςfἀνήρ unmanliness, cowardiceS. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακανδρίᾱ
Headword (normalized):
κακανδρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
κακανδρια
IDX:
20713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20714
Key:
κακανδρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>κακανδρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κακανδρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀνήρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>unmanliness, cowardice</Tr><Au>S. E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κακανδρίᾱ'}