Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καιρόεις
καιρός
καιρουσσέων
καιροφυλακέω
καίρωμα
καίτοι
καίω
κάκ
κακαγγελέω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
κακίζω
View word page
κακ-άγγελτος
κακ-άγγελτοςονadjἀγγέλλω of sorrowsbrought as ill tidingsS.

ShortDef

caused by ill tidings

Debugging

Headword:
κακάγγελτος
Headword (normalized):
κακάγγελτος
Headword (normalized/stripped):
κακαγγελτος
IDX:
20711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20712
Key:
κακάγγελτος

Data

{'headword_display': '<b>κακ-άγγελτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακ-άγγελτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀγγέλλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sorrows</Indic><Tr>brought as ill tidings</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κακάγγελτος'}