Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καίριος
καιρόεις
καιρός
καιρουσσέων
καιροφυλακέω
καίρωμα
καίτοι
καίω
κάκ
κακαγγελέω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κάκη
κακηγορέω
κακηγορίᾱ
κακήγορος
κακίᾱ
View word page
κακ-άγγελος
κακ-άγγελοςονadjκακός of a tonguebringing bad newsA.w. indeterminable sb.Call.

ShortDef

bringing ill tidings

Debugging

Headword:
κακάγγελος
Headword (normalized):
κακάγγελος
Headword (normalized/stripped):
κακαγγελος
IDX:
20710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20711
Key:
κακάγγελος

Data

{'headword_display': '<b>κακ-άγγελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κακ-άγγελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κακός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tongue</Indic><Tr>bringing bad news</Tr><Au>A.</Au><aS2><Indic>w. indeterminable sb.</Indic><Au>Call.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'κακάγγελος'}