Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
ἀδιοίκητος
View word page
ἀ-διερεύνητος
ἀ-διερεύνητοςονadjδιερευνάω of a seanot explorablePl. of a personnot searchedfor concealed weaponsPlu.

ShortDef

unquestioned

Debugging

Headword:
ἀδιερεύνητος
Headword (normalized):
ἀδιερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
αδιερευνητος
IDX:
2070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2071
Key:
ἀδιερεύνητος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διερεύνητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διερεύνητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διερευνάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sea</Indic><Tr>not explorable</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>not searched<Expl>for concealed weapons</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιερεύνητος'}