Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καινουργίᾱ
καινουργός
καινόω
καίνυμαι
καίνω
καίπερ
καίριος
καιρόεις
καιρός
καιρουσσέων
καιροφυλακέω
καίρωμα
καίτοι
καίω
κάκ
κακαγγελέω
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακᾱγορίᾱ
κακανδρίᾱ
κακεντρέχεια
View word page
καιροφυλακέω
καιροφυλακέωcontr.vbκαιρόςφύλαξ watch for an opportune moment foremploymentof leisureArist. watch for a bad moment fora cityi.e. wait for a disadvantage on which to capitaliseHyp. D.

ShortDef

to watch for the right time

Debugging

Headword:
καιροφυλακέω
Headword (normalized):
καιροφυλακέω
Headword (normalized/stripped):
καιροφυλακεω
IDX:
20704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20705
Key:
καιροφυλακέω

Data

{'headword_display': '<b>καιροφυλακέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καιροφυλακέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>καιρός</Ref><Ref>φύλαξ</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>watch for an opportune moment for</Tr><Obj>employment<Expl>of leisure</Expl><Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>watch for a bad moment for</Tr><Obj>a city<Expl>i.e. wait for a disadvantage on which to capitalise</Expl><Au>Hyp. D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καιροφυλακέω'}