Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφορμή
ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
ἁδινός
View word page
ἀ-διέργαστος
ἀ-διέργαστοςονadjδιεργάζομαι of a speechnot fully worked overIsoc.

ShortDef

not wrought out, unfinished

Debugging

Headword:
ἀδιέργαστος
Headword (normalized):
ἀδιέργαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιεργαστος
IDX:
2069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2070
Key:
ἀδιέργαστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διέργαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διέργαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διεργάζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a speech</Indic><Tr>not fully worked over</Tr><Au>Isoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιέργαστος'}