Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργίᾱ
καινουργός
καινόω
καίνυμαι
καίνω
καίπερ
καίριος
καιρόεις
καιρός
καιρουσσέων
καιροφυλακέω
καίρωμα
View word page
καινουργός
καινουργόςοῦmἔργον pejor.initiatorw.gen.of obsequious behaviourPlu.

ShortDef

producing changes

Debugging

Headword:
καινουργός
Headword (normalized):
καινουργός
Headword (normalized/stripped):
καινουργος
IDX:
20695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20696
Key:
καινουργός

Data

{'headword_display': '<b>καινουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καινουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor.</Indic><Tr>initiator<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of obsequious behaviour</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καινουργός'}