Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργίᾱ
καινουργός
καινόω
καίνυμαι
καίνω
καίπερ
καίριος
καιρόεις
καιρός
καιρουσσέων
καιροφυλακέω
View word page
καινουργίᾱ
καινουργίᾱᾱςf in political ctxt.innovation, changeIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινουργίᾱ
Headword (normalized):
καινουργίᾱ
Headword (normalized/stripped):
καινουργια
IDX:
20694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20695
Key:
καινουργίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καινουργίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καινουργίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>in political ctxt.</Indic><Tr>innovation, change</Tr><Au>Isoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καινουργίᾱ'}