Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργίᾱ
καινουργός
καινόω
καίνυμαι
καίνω
καίπερ
καίριος
καιρόεις
καιρός
View word page
καινο-τόμος
καινοτόμοςονadjτέμνω neut.sb.originality, inventivenessof Socrates' discoursesArist.

ShortDef

innovating

Debugging

Headword:
καινοτόμος
Headword (normalized):
καινοτόμος
Headword (normalized/stripped):
καινοτομος
IDX:
20692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20693
Key:
καινοτόμος

Data

{'headword_display': '<b> καινο-τόμος</b>', 'content': "<AE><HG><HL> καινο<hyph/>τόμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέμνω</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>originality, inventiveness<Expl>of Socrates' discourses</Expl></Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>", 'key': 'καινοτόμος'}