Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργίᾱ
καινουργός
καινόω
καίνυμαι
καίνω
καίπερ
καίριος
καιρόεις
View word page
καινοτομίᾱ
καινοτομίᾱᾱςf cutting of a new seamin a mineHyp. innovatingin customs, language, politics, or sim.Pl. Plb. Plu.sedition, rebellionPlb. novelty, strangenessof an eventPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινοτομίᾱ
Headword (normalized):
καινοτομίᾱ
Headword (normalized/stripped):
καινοτομια
IDX:
20691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20692
Key:
καινοτομίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καινοτομίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καινοτομίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cutting of a new seam<Expl>in a mine</Expl></Tr><Au>Hyp.</Au></nS1> <nS1><Tr>innovating<Expl>in customs, language, politics, or sim.</Expl></Tr><Au>Pl. Plb. Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>sedition, rebellion</Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>novelty, strangeness<Expl>of an event</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καινοτομίᾱ'}