Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
ἄδικος
View word page
ἀ-διέξοδος
ἀ-διέξοδοςονadj of the infinitewhich cannot be completely traverseduncrossableArist.

ShortDef

unable to get out

Debugging

Headword:
ἀδιέξοδος
Headword (normalized):
ἀδιέξοδος
Headword (normalized/stripped):
αδιεξοδος
IDX:
2068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2069
Key:
ἀδιέξοδος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διέξοδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διέξοδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the infinite</Indic><Def>which cannot be completely traversed</Def><Tr>uncrossable</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιέξοδος'}