Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργίᾱ
καινουργός
καινόω
καίνυμαι
View word page
καινοπρεπεστέρως
καινοπρεπεστέρωςcompar.advπρέπω in a rather novel wayArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινοπρεπεστέρως
Headword (normalized):
καινοπρεπεστέρως
Headword (normalized/stripped):
καινοπρεπεστερως
IDX:
20687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20688
Key:
καινοπρεπεστέρως

Data

{'headword_display': '<b>καινοπρεπεστέρως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>καινοπρεπεστέρως</HL><PS>compar.adv</PS><Ety><Ref>πρέπω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in a rather novel way</Tr><Au>Arist.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'καινοπρεπεστέρως'}