Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργίᾱ
καινουργός
καινόω
View word page
καινοποιίᾱ
καινοποιίᾱᾱςf changew.prep.phr.in political leadershipPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινοποιίᾱ
Headword (normalized):
καινοποιίᾱ
Headword (normalized/stripped):
καινοποιια
IDX:
20686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20687
Key:
καινοποιίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καινοποιίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καινοποιίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>change<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>in political leadership</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καινοποιίᾱ'}