Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
καινουργίᾱ
καινουργός
View word page
καινοποιητής
καινοποιητήςοῦm inventor of noveltiesref. to a cookX.

ShortDef

an inventor of new pleasures

Debugging

Headword:
καινοποιητής
Headword (normalized):
καινοποιητής
Headword (normalized/stripped):
καινοποιητης
IDX:
20685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20686
Key:
καινοποιητής

Data

{'headword_display': '<b>καινοποιητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καινοποιητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>inventor of novelties<Expl>ref. to a cook</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καινοποιητής'}