Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
καινουργέω
View word page
καινο-πήμων
καινο-πήμωνονοςmasc.fem.adjπῆμα of slave-girlsenduring fresh miseryA.

ShortDef

new to misery

Debugging

Headword:
καινοπήμων
Headword (normalized):
καινοπήμων
Headword (normalized/stripped):
καινοπημων
IDX:
20683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20684
Key:
καινοπήμων

Data

{'headword_display': '<b>καινο-πήμων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καινο-πήμων</HL><Infl>ονος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>πῆμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of slave-girls</Indic><Tr>enduring fresh misery</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καινοπήμων'}