Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
καινοτόμος
View word page
καινο-πηγής
καινο-πηγήςέςadjπήγνῡμι of a shieldnewly put togethernewly madeA.

ShortDef

newly put together, newmade

Debugging

Headword:
καινοπηγής
Headword (normalized):
καινοπηγής
Headword (normalized/stripped):
καινοπηγης
IDX:
20682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20683
Key:
καινοπηγής

Data

{'headword_display': '<b>καινο-πηγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καινο-πηγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a shield</Indic><Def>newly put together</Def><Tr>newly made</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καινοπηγής'}