Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
καινοτομίᾱ
View word page
καινο-παθής
καινο-παθήςέςadjπάθος of calamitiesbringing new sufferingsS.

ShortDef

newly suffered: unheard of

Debugging

Headword:
καινοπαθής
Headword (normalized):
καινοπαθής
Headword (normalized/stripped):
καινοπαθης
IDX:
20681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20682
Key:
καινοπαθής

Data

{'headword_display': '<b>καινο-παθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καινο-παθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πάθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of calamities</Indic><Tr>bringing new sufferings</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καινοπαθής'}