Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποιίᾱ
καινοπρεπεστέρως
καινός
καινότης
καινοτομέω
View word page
καινολογίᾱ
καινολογίᾱᾱςfλέγω inventive use of languageby a dishonest informantfictional narrativePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινολογίᾱ
Headword (normalized):
καινολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
καινολογια
IDX:
20680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20681
Key:
καινολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>καινολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καινολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>inventive use of language<Expl>by a dishonest informant</Expl></Def><Tr>fictional narrative</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καινολογίᾱ'}