Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφορίζω
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
ἀδικοδοξίᾱ
View word page
ἀ-διεξέργαστος
ἀ-διεξέργαστοςονadjδιεξεργάζομαι of a literary themenot fully treatedIsoc.

ShortDef

not wrought out

Debugging

Headword:
ἀδιεξέργαστος
Headword (normalized):
ἀδιεξέργαστος
Headword (normalized/stripped):
αδιεξεργαστος
IDX:
2067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2068
Key:
ἀδιεξέργαστος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-διεξέργαστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-διεξέργαστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διεξεργάζομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a literary theme</Indic><Tr>not fully treated</Tr><Au>Isoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδιεξέργαστος'}