Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
View word page
κάθω
κάθωdial.vb for κάθημαι, imitating barbarian speechremain, staywhere one isTim.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάθω
Headword (normalized):
κάθω
Headword (normalized/stripped):
καθω
IDX:
20675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20676
Key:
κάθω

Data

{'headword_display': '<b>κάθω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κάθω</HL><PS>dial.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>for <Ref>κάθημαι</Ref>, imitating barbarian speech</Indic><Tr>remain, stay<Expl>where one is</Expl></Tr><Au>Tim.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κάθω'}