Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
καινοπηγής
View word page
καθ-υποκρῑ́νομαι
καθ-υποκρῑ́νομαιmid.vb of an actorovercomew.acc.an audienceby one's performanceD.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθυποκρῑ́νομαι
Headword (normalized):
καθυποκρῑ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
καθυποκρινομαι
IDX:
20672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20673
Key:
καθυποκρῑ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>καθ-υποκρῑ́νομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>καθ-υποκρῑ́νομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an actor</Indic><Tr>overcome<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>an audience</Prnth>by one's performance</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'καθυποκρῑ́νομαι'}