Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κάθου
καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
καινίζω
καινολογίᾱ
καινοπαθής
View word page
καθ-υπνόω
καθ-υπνόω
Ion.κατυπνόω
contr.vb
go to sleepHdt. X.pf.pass.ptcpl.adj.fast asleepHdt.

ShortDef

to be fast asleep, fall asleep

Debugging

Headword:
καθυπνόω
Headword (normalized):
καθυπνόω
Headword (normalized/stripped):
καθυπνοω
IDX:
20671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20672
Key:
καθυπνόω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-υπνόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-υπνόω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>κατυπνόω</FmHL></DL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go to sleep</Tr><Au>Hdt. X.</Au><vSGrm><GLbl>pf.pass.ptcpl.adj.</GLbl><Def>fast asleep</Def><Au>Hdt.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καθυπνόω'}