Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀφορίᾱ
ἀφορίζω
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμίζω
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἀφοσιόω
ἀδίδακτος
ἀδιεξέργαστος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιήγητος
ἀδίκαστος
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικίᾱ
ἀδίκιον
View word page
ἀ-δίδακτος
ἀ-δίδακτοςονadjδιδακτός of a chorusuntrainedD.

ShortDef

untaught, ignorant

Debugging

Headword:
ἀδίδακτος
Headword (normalized):
ἀδίδακτος
Headword (normalized/stripped):
αδιδακτος
IDX:
2066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2067
Key:
ἀδίδακτος

Data

{'headword_display': '<b>ἀ-δίδακτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἀ-δίδακτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διδακτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a chorus</Indic><Tr>untrained</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἀδίδακτος'}