Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθορμίζω
καθοσιόω
καθότι
κάθου
καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
καικίᾱς
View word page
καθ-υπερέχω
καθ-υπερέχωvb of troopsbe greatly superiorw.dat.in some qualityPlb.

ShortDef

to be much superior

Debugging

Headword:
καθυπερέχω
Headword (normalized):
καθυπερέχω
Headword (normalized/stripped):
καθυπερεχω
IDX:
20668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20669
Key:
καθυπερέχω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-υπερέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-υπερέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic><Tr>be greatly superior</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in some quality<Au>Plb.</Au> </Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καθυπερέχω'}