Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθοράω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθότι
κάθου
καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
καί
View word page
καθ-υπερακοντίζω
καθ-υπερακοντίζωvb fig., of the godscompletely outshootw.nom.ptcpl.in braggingthe GiantsAr.

ShortDef

to overshoot completely

Debugging

Headword:
καθυπερακοντίζω
Headword (normalized):
καθυπερακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
καθυπερακοντιζω
IDX:
20667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20668
Key:
καθυπερακοντίζω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-υπερακοντίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-υπερακοντίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of the gods</Indic><Tr>completely outshoot<Expl><GLbl>w.nom.ptcpl.</GLbl>in bragging</Expl></Tr><Obj>the Giants<Au>Ar.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καθυπερακοντίζω'}