Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθοπλισμός
καθοράω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθότι
κάθου
καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
κάθω
καθώς
View word page
καθ-υπάρχω
καθ-υπάρχωvb of thingsbe presentavailablePlb.of a landbew.predic.adj.in a certain conditionPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καθυπάρχω
Headword (normalized):
καθυπάρχω
Headword (normalized/stripped):
καθυπαρχω
IDX:
20666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20667
Key:
καθυπάρχω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-υπάρχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-υπάρχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of things</Indic><Tr>be present<or/>available</Tr><Au>Plb.</Au><vS2><Indic>of a land</Indic><Tr>be</Tr><Cmpl><GLbl>w.predic.adj.</GLbl>in a certain condition<Au>Plb.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καθυπάρχω'}