Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθοράω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθότι
κάθου
καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
καθυφίημι
View word page
κάθ-υγρος
κάθ-υγροςονadjὑγρός of terrainvery wet, soddenPlb.

ShortDef

very wet

Debugging

Headword:
κάθυγρος
Headword (normalized):
κάθυγρος
Headword (normalized/stripped):
καθυγρος
IDX:
20664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20665
Key:
κάθυγρος

Data

{'headword_display': '<b>κάθ-υγρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κάθ-υγρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑγρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of terrain</Indic><Tr>very wet, sodden</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κάθυγρος'}