Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθομολογέω
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθοράω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθότι
κάθου
καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
καθυπερακοντίζω
καθυπερέχω
καθύπερθε(ν)
καθυπέρτερος
καθυπνόω
καθυποκρῑ́νομαι
καθυστερέω
View word page
καθ-υγραίνω
καθ-υγραίνωvb of marshy terrainmake very wetsoakpersonsPlu.

ShortDef

moisten well

Debugging

Headword:
καθυγραίνω
Headword (normalized):
καθυγραίνω
Headword (normalized/stripped):
καθυγραινω
IDX:
20663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20664
Key:
καθυγραίνω

Data

{'headword_display': '<b>καθ-υγραίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>καθ-υγραίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of marshy terrain</Indic><Def>make very wet</Def><Tr>soak</Tr><Obj>persons<Au>Plu.</Au> </Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καθυγραίνω'}