Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθίστημι
καθό
καθοδηγέω
κάθοδος
καθολικός
καθόλου
καθομῑλέω
καθομολογέω
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθοράω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθότι
κάθου
καθυβρίζω
καθυγραίνω
κάθυγρος
κάθυδρος
καθυπάρχω
View word page
καθοπλισμός
καθοπλισμόςοῦm armourof a soldierPlb.

ShortDef

arming, making of arms

Debugging

Headword:
καθοπλισμός
Headword (normalized):
καθοπλισμός
Headword (normalized/stripped):
καθοπλισμος
IDX:
20656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20657
Key:
καθοπλισμός

Data

{'headword_display': '<b>καθοπλισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καθοπλισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>armour<Expl>of a soldier</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καθοπλισμός'}