Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καθῑμάω
καθῖξα
καθιππάζομαι
καθιππεύω
καθιπποτροφέω
καθισσάμην
καθίστημι
καθό
καθοδηγέω
κάθοδος
καθολικός
καθόλου
καθομῑλέω
καθομολογέω
καθοπλίζω
καθόπλισις
καθοπλισμός
καθοράω
καθορμίζω
καθοσιόω
καθότι
View word page
καθολικός
καθολικόςή όνadjκαθόλουof a statement, narrative, or sim.generalopp. specific or detailedPlb. καθολικῶςadvcompar.
καθολικώτερον
in general termsfrom a general point of viewPlb.

ShortDef

general

Debugging

Headword:
καθολικός
Headword (normalized):
καθολικός
Headword (normalized/stripped):
καθολικος
IDX:
20650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-20651
Key:
καθολικός

Data

{'headword_display': '<b>καθολικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καθολικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καθόλου</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a statement, narrative, or sim.</Indic><Tr>general<Expl>opp. specific or detailed</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>καθολικῶς</HL><PS>adv</PS><FG><Tns><Lbl>compar.</Lbl><Form>καθολικώτερον</Form></Tns></FG></vHG> <advS1><Tr>in general terms<or/>from a general point of view</Tr><Au>Plb.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'καθολικός'}